Διονύσης Χιόνης

Είναι αλήθεια ότι από την πρώτη στιγμή εφαρμογής των μνημονίων δυσκολευτήκαμε πολύ να κατανοήσουμε την σκοπιμότητα, το θεωρητικό πλαίσιο πάνω στο οποίο δομήθηκαν τα μέτρα πολιτικής και την οικονομική λογική πολλών μέτρων. Κατόπιν άρχισε η εποχή των τραγικών λαθών. Τότε  εγκαινιάστηκε η θεολογική οικονομία. Δηλαδή η οικονομία των αξιωμάτων.  Αναπτύχθηκε αυτό που λέμε θεολογική οικονομία.

Με άλλα λόγια με μεγάλη ευκολία οποιοσδήποτε έχοντας μια θέση ευθύνης ισχυριζόταν οτιδήποτε χωρίς να μπαίνει στον κόπο ούτε να το δικαιολογεί αλλά ούτε και να το αποδεικνύει. Το τραγικό σ’ αυτή την ιστορία  δεν είναι μόνο ότι αυτές οι δηλώσεις  αποτελούσαν  το θέσφατο της οικονομικής πολιτικής αλλά ότι έβρισκαν  ένα πλέγμα πρόθυμων υποστηρικτών στην ελληνική κοινωνία.

Μάταια αναζητούσαμε ένα στοιχειώδες οικονομικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας που να μπορεί να υποστηρίζει στοιχειωδώς τις αποφάσεις και να ποσοτικοποιεί τα μέτρα.  Με αυτό τον τρόπο αποδεχτήκαμε  τα λάθη του PSI, του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και τέλος της  αποτυχίας των  προβλέψεων του συνόλου των οικονομικών μεταβλητών (πληθωρισμός, ΑΕΠ, απασχόληση, εξαγωγές κ.λ.π.)   Ετσι μετά από οκτώ χρόνια νομίζω δικαίως απονέμεται στο ελληνικό πρόγραμμα η ‘διάκριση’ του πλέον αποτυχημένου προγράμματος.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι δηλώσεις Bίζερ (T. Wieser).  Σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει την οικονομική βάση αιτιολόγησης των αποτυχιών και αποποίησης των ευθυνών  δήλωσε ότι το κόστος της διαπραγμάτευσης το α’ εξάμηνο του 2015 ανήλθε στα 200 δισ.

Έκανε αυτή την δήλωση χωρίς  να μπεί στον κόπο να  εξηγήσει ποιό είναι το σχετικό υπόδειγμα της οικονομίας που καταλήγει σ’ αυτό το σημαντικό συμπέρασμα. Η ζημιά των 200 δις το α’ εξάμηνο του 2015 όταν η οικονομία παρήγαγε συνολικό ΑΕΠ 175,7  δις ευρώ και με αποπληθωριστή του ΑΕΠ -1% πολύ δύσκολα τεκμηριώνεται.

Καλό θα είναι να γνωρίζουμε  ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αυστρία ή στην ΕΕ ακόμα και στην Ζιμπάμπουε ο προσδιορισμός του ΑΕΠ γίνεται ως το άθροισμα όλων των χρηματικών αξιών των τελικών προϊόντων που παράγονται κατά την διάρκεια ενός έτους σε μια οικονομία. Μπορούμε να  δούμε το ΑΕΠ από την πλευρά της προσφοράς  ή της ζήτησης  ή ακόμα από την πλευρά του προσδιορισμού μέσω της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.

Πριν γίνει οποιαδήποτε σχετική δήλωση για το ΑΕΠ  από έναν οικονομολόγο καλό είναι να γνωρίζει  ότι  το ΑΕΠ είναι ένας τρόπος  να μετρήσουμε την αξία της παραγωγής όπως φθάνει στους αγοραστές είτε καταναλωτές είτε επιχειρήσεις  δηλαδή την αξία των τελικών προιόντων.  Ενας άλλος τρόπος  είναι να μετρήσουμε το σύνολο των δαπανών για την αγορά των παραγόμενων  (κατανάλωση, επένδυση, δημοσιονομική δαπάνη) και τέλος,  ο τρίτος τρόπος είναι να μετρήσουμε τα εισοδήματα που δημιουργήθηκαν στην διαδικασία παραγωγής (μισθούς, τόκους, κέρδη, ενοίκια).

Σύμφωνα με τα παραπάνω η ζημιά των 200 δις ευρώ θα πρέπει να απεικονίζεται σε μια από τις παραπάνω μεταβλητές. Θα πρέπει να καταγράφεται στην κατανάλωση,  στην επένδυση στην δημόσια κατανάλωση στα κέρδη, στα εισοδήματα, στην προστιθέμενη αξία ενός κλάδου. Αν έμπαινε στον κόπο ο κύριος Βίζερ να έριχνε  μια ματιά στους εθνικούς λογαριασμούς του 2015 και διαπίστωνε  ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη ανήλθε στα 167,679 δις,  η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε  164,946 δις  και η συνολική εγχώρια ζήτηση ανήλθε στα 175,445 δις σίγουρα δεν θα πρόσθετε άλλη μια δήλωση που εκθέτει αυτόν αλλά και τον ESM.


LEAVE A REPLY







This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.