Σημαντική επιβάρυνση κόστους για την ελληνική μεταποίηση

Σημαντική επιβάρυνση κόστους για την ελληνική μεταποίηση


Με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008 «τρέχει» η επιβάρυνση κόστους για την ελληνική μεταποίηση. Παράλληλα, σταθεροποίηση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα στο ξεκίνημα του 2021 υπέδειξαν τα δεδομένα της τελευταίας έρευνας PMI, με τον δείκτη ΡΜΙ να κλεινει στις 50 μονάδες στο ξεκίνημα του 2021, τιμή υψηλότερη από τις 46.9 μονάδες του Δεκεμβρίου.

Αναλυτικότερα, η βραδύτερη συρρίκνωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών συνέβαλε στην αύξηση της τιμής του κύριου δείκτη. Εν τω μεταξύ, οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιδεινώθηκαν σημαντικά λόγω των διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σημαντική άνοδο της επιβάρυνσης κόστους, η οποία αυξήθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008. Στην προσπάθεια μετακύλισης του υψηλότερου κόστους, οι τιμές χρέωσης αυξήθηκαν για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο του 2020, μολονότι οριακά.

Παρόλ’ αυτά, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε, καθώς οι ελπίδες για επιτυχή κυκλοφορία και διάθεση του εμβολίου ενίσχυσε τα επίπεδα αισιοδοξίας.

Υπενθυμίζεται ότι ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI® ) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προέρχεται από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών. Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα.

Όπως αναφέρεται, ο κύριος δείκτης PMI έκλεισε στις 50.0 μονάδες στο ξεκίνημα του 2021, τιμή υψηλότερη από τις 46.9 μονάδες του Δεκεμβρίου. Τα τελευταία στοιχεία υπέδειξαν αμετάβλητες λειτουργικές συνθήκες από ό,τι παρατηρήθηκε τον Δεκέμβριο, δίνοντας τέλος στην τρέχουσα περίοδο τριών μηνών συνεχούς επιδείνωσης του τομέα.

Η παραγωγή εξακολούθησε να συρρικνώνεται σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα τον Ιανουάριο, μολονότι με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο τεσσάρων μηνών συνεχούς μείωσης. Ωστόσο, η οριακή υποχώρηση συνδέθηκε με τις συνθήκες ασθενούς ζήτησης και με περαιτέρω μείωση της εισροής νέων παραγγελιών.

Συγχρόνως, ο ρυθμός μείωσης των νέων εργασιών εξασθένησε για δεύτερο συνεχή μήνα, παραμένοντας ωστόσο, σε γενικές γραμμές, σημαντικός. Σύμφωνα με αναφορές, οι υποτονικές συνθήκες ζήτησης οφείλονταν στο κλείσιμο των εταιρειών πολυάριθμων πελατών, μετά τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν  λόγω της επιδημίας του κορωνοϊού (COVID-19). Πρόσθετα μέτρα που επιβλήθηκαν σε βασικούς περιορισμούς εξαγωγών είχαν επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη ζήτηση από το εξωτερικό, καθώς οι νέες παραγγελίες από το εξωτερικό μειώθηκαν σημαντικά.

Οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού παρέμειναν εμφανείς τον Ιανουάριο, καθώς η απόδοση των προμηθευτών επιδεινώθηκε σημαντικά. Οι εταιρείες ανέφεραν ότι οι ελλείψεις πρώτων υλών και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις λόγω της πανδημίας COVID-19 ήταν οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στους μεγαλύτερους χρόνους παράδοσης προμηθειών.

Ως εκ τούτου, η μέση επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε περαιτέρω και με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008. Ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε για έκτο συνεχή μήνα, καθώς αυξήθηκε η ζήτηση παγκοσμίως για εισροές.

Παρά τη σημαντική αύξηση των τιμών εισροών, οι εταιρείες αύξησαν τις τιμές χρέωσης με μηδαμινό ρυθμό. Παρόλ’ αυτά, η αύξηση των τιμών χρέωσης ήταν η πρώτη σε διάστημα περίπου ενός έτους καθώς, σύμφωνα με αναφορές, οι εταιρείες προσπάθησαν να μετακυλίσουν μέρος του υψηλότερου κόστους στους πελάτες.

Εν τω μεταξύ, οι αγορές εισροών εξακολούθησαν να μειώνονται λόγω της περαιτέρω μείωσης των απαιτήσεων παραγωγής. Οι εταιρείες εξάντλησαν επίσης τα αποθέματά τους, δεδομένου ότι τα αποθέματα προμηθειών υποστήριξαν την παραγωγή και, σύμφωνα με αναφορές, πολλές πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας τα τρέχοντα αποθέματα ετοίμων προϊόντων. Η μειωμένη εισροή νέων παραγγελιών συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση των αδιεκπεραίωτων εργασιών. Παρόλ’ αυτά, οι εταιρείες αύξησαν τον αριθμό εργαζομένων για πρώτη φορά σε διάστημα τεσσάρων μηνών.

Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε τον Ιανουάριο, καθώς οι ελπίδες για μια επιτυχημένη διάθεση εμβολίων και για μεγαλύτερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών υποστήριξαν το κλίμα αισιοδοξίας. Ο βαθμός αισιοδοξίας ήταν ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020.

«Οι Έλληνες κατασκευαστές υπέδειξαν ένα πιο θετικό ξεκίνημα του 2021, καθώς η συρρίκνωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών επιβραδύνθηκε λόγω της σταθεροποίησης των λειτουργικών συνθηκών. Στην πραγματικότητα, οι εταιρείες αύξησαν τον αριθμό των εργαζομένων τους, εν μέσω πιο αισιόδοξων προοπτικών για το νέο έτος. »Ωστόσο, οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού παρέμειναν εμφανείς προκαλώντας και πάλι ανησυχίες. Το υψηλότερο κόστος πρώτων υλών και μεταφορών, σε συνδυασμό με τις ελλείψεις από την πλευρά των προμηθευτών είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην απόδοση των προμηθευτών, ενώ ταυτόχρονα ώθησαν τις τιμές εισροών σε άνοδο. Ο ρυθμός αύξησης του κόστους ήταν ο δριμύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008, ενώ οι εταιρείες αναγκάστηκαν να αυξήσουν οριακά τις τιμές χρέωσης. Πολλοί προσπάθησαν να περιορίσουν ανάλογες αυξήσεις στις τιμές πώλησης με τον φόβο ότι δεν θα ήταν ανταγωνιστικοί», σχολίασε σχετικά η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit. 





Source link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *